- γαστρόχειρ
- γαστρό-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,A living by one's hands, written γαστερόχειρ in Str.8.6.11, EM221; cf. χειρογάστωρ, ἐγχειρογάστωρ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.